μεταστρεπτικος

μεταστρεπτικος
    μεταστρεπτικός
    μετα-στρεπτικός
    3
    поворачивающий, направляющий
    

(ἐπὴ τέν τοῦ ὄντος θέαν Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μεταστρεπτικος" в других словарях:

  • μεταστρεπτικός — μεταστρεπτικός, ή, όν (Α) [μεταστρέφω] αυτός που είναι επιτήδειος ή κατάλληλος στο να μεταστρέφει ή αυτός που είναι αρμόδιος στο να διευθύνει («τῶν ἀγωγῶν ἄν εἴη καὶ μεταστρεπτικῶν ἐπὶ τὴν τοῡ ὄντος θέαν ἤ περί τὸ ἕν μάθησις», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • μεταστρεπτικῶν — μεταστρεπτικός fit for turning another way fem gen pl μεταστρεπτικός fit for turning another way masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»